ωογένεση

ωογένεση
Η εξέλιξη των θηλυκών γεννητικών κυττάρων, που έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός θηλυκού γαμέτη ή ωαρίου. Η ω. παρουσιάζει αξιοσημείωτη ομοιότητα με τη σπερματογένεση. Αρχίζει με τον πολλαπλασιασμό των ωογονίων, που, στη συνέχεια, μετατρέπονται σε ωοκύτταρα πρώτης τάξης, τα οποία είναι ογκώδη και περιέχουν αποθηκευμένα θρεπτικά συστατικά. Τα ωοκύτταρα αυτά έχουν τις διαστάσεις και τη μορφή του ώριμου ωαρίου. Για να φτάσει το ωοκύτταρο πρώτης τάξης στο στάδιο της ωριμότητας, ώστε να γίνει δυνατή η γονιμοποίησή του, περνά προηγουμένως από το στάδιο 2 χαρακτηριστικών διαιρέσεων. Πριν ωριμάσει το ωοκύτταρο πρώτης τάξης, υπόκειται ένα στάδιο ηρεμίας κατά την οποία μερικές φορές πραγματοποιείται η γονιμοποίηση. Η πρώτη μίτωση του ωοκυττάρου δίνει γένεση σε δύο άνισα κύτταρα: το ωοκύτταρο δεύτερης τάξης και το πρώτο πολικό σωμάτιο. Η δεύτερη διαίρεση δίνει γένεση από το ωοκύτταρο της δεύτερης τάξης στο ωάριο και σε ένα δεύτερο πολικό σωμάτιο, το οποίο, όπως και το πρώτο, καταστρέφεται. Το ωάριο είναι το θηλυκό γαμετοκύτταρο, ώριμο και έτοιμο πλέον για γονιμοποίηση. Με την ω., από ένα ωογόνιο παράγεται ένα μόνο ωάριο· αντίθετα, στη σπερματογένεση, από κάθε σπερμογόνιο, δημιουργούνται 4 σπερματοζωάρια.
* * *
η, Ν
βιολ. η γαμετογένεση τών θηλυκών γαμετών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ωό(ν) + γένεση. Η λ. είναι νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. ovogenese < ονο- (< λατ. ōvum < ὠόν) + genese (< γένεση)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ωοκύτταρο — Το κύτταρο που προκύπτει από το ωογόνιο, στο πρώτο στάδιο της ωογένεσης. Το ω., ύστερα από αύξηση και νέες μιτώσεις, δίνει τελικά το ωάριο. Bλ. λ. ωογένεση. * * * το, Ν 1. ζωολ. α) κύτταρο που αποτελεί το στάδιο διαφοροποίησης τού θηλυκού γαμέτη… …   Dictionary of Greek

  • γαμετογένεση — Ο σχηματισμός των αναπαραγωγικών κυττάρων ή γαμετών. Αν οι γαμέτες είναι ωάρια, η γ. ονομάζεται ωογένεση και, αν είναι σπερματοζωάρια, σπερματογένεση. Η πορεία της γ. είναι κοινή και για τα ωάρια και για τα σπερματοζωάρια και περιλαμβάνει την… …   Dictionary of Greek

  • ωογενεσία — η, Ν ωογένεση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”